εὐαρεστεῖται

εὐαρεστεῖται
εὐαρεστέω
to be well pleasing
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευαρεστικός — εὐαρεστικός, ή, όν (ΑΜ) [ευάρεστος] μσν. ο ευάρεστος, ο ευχάριστος αρχ. αυτός που ευχαριστείται, που ευαρεστείται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • φιλόκοπρος — ον, ΜΑ μσν. 1. αυτός που κοπρίζει συχνά («φιλόκοπρον ζῷον», Γεωπ.) 2. μτφ. αυτός που ευαρεστείται με καθετί το κακό και μιαρό («φιλόκοπροι δαίμονες», Ιω. Κλίμ.) αρχ. (για αγρούς) αυτός που απαιτεί κοπριά, που έχει ανάγκη από λίπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”